Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Με αρκετά χρόνια καθυστέρηση!

Η πρόσφατη συνέντευξη του Προέδρου προκάλεσε ποικίλα επικριτικά σχόλια, αλλά σε δύο τουλάχιστον σημεία είχε δίκαιο. Πρώτον, η αναφορά του για εκείνους που «έξι χρόνια μετά, θυμήθηκαν τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου» ήταν ορθή. Και διδαχτική. Όπως σημείωσε, «τότε την επέκριναν και την υποβάθμιζαν». Ήταν τότε που τα πέντε μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας/ΟΗΕ καλούσαν την τουρκική πλευρά να δεχθεί την εφαρμογή της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου του 2006. Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να αντιληφθεί κάποιος εκείνον από τον ΔΗΣΥ που εκμηδένιζε την αξία της Συμφωνίας και δήλωνε ότι «δεν επιθυμεί να γίνει συνεργός σε μια φιλοσοφία της σε βάθος χρόνου παραπομπής του Κυπριακού και συνεπώς τη σταδιακή και εκ των πραγμάτων αποδοχή των τετελεσμένων». Είναι ο ίδιος που σήμερα, έξι χρόνια μετά, δηλώνει πίστη στη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου και έτοιμος να καταρτίσει πρόγραμμα διακυβέρνησης για την εφαρμογή της φτάνει να ψηφιστεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Όλα αυτά σήμερα, όταν πλέον κατά την κυπριακήν διάλεκτο, το πουλλίν επέτασεν… Μακάρι να υπήρχε τρόπος να φανεί ποιοι εντός ΔΗΣΥ ακολουθούν επειδή είναι «στρατευμένοι» και ποιοι τολμηροί δεν ακολουθούν αλλά αντιδρούν ή σιωπούν. Και μακάρι να μπορούσε να φανούν όσοι –είτε εντός είτε εκτός ΔΗΣΥ– ακολουθούν με την προσδοκία της αντιπαροχής.
Ένα δεύτερο σημείο της συνέντευξης του Προέδρου που δεν έλαβε την δέουσα προσοχή ήταν η αναφορά του στο λεγόμενο Προεδρικό Συμβούλιο του Σχ. Ανάν για το οποίο δήλωσε πως «βασική μας επιδίωξη ήταν να επιτύχουμε αντικατάσταση του πολιτεύματος του Προεδρικού Συμβουλίου με ένα προεδρικό πολίτευμα». Όπως είπε, «το Προεδρικό Συμβούλιο [στο Σχ. Ανάν], εάν εφαρμοζόταν, θα ήταν κατά κοινή άποψη μη λειτουργικό». Και συνέχισε εξηγώντας ότι «ο κόσμος δεν θα γνώριζε ποιος θα ήταν ο Πρόεδρος…».  Και αυτή η διαπίστωση είναι σωστή. Μόνο που γίνεται σήμερα (!), οκτώ χρόνια μετά την κρίσιμη ώρα της απόφασης το 2004. Και δεν υπάρχει δήλωση του ιδίου ή της ηγεσίας του ΑΚΕΛ στην τότε κρίσιμη περίοδο που να περιέχει την διαπίστωση αυτή και να καταγράφει την εναντίωση για το θέμα αυτό. Αντιθέτως, εκείνο που ουσιαστικά ζητούσε ήταν την διασφάλιση της εμπλοκής των Ηνωμένων Εθνών για εφαρμογή του Σχεδίου στα θέματα μετακίνησης και περιουσιών. Οκτώ χρόνια όμως μετά το δημοψήφισμα, γίνεται παραδεχτό ότι ζητούσαν την εφαρμογή ενός «ανεφάρμοστου» ή «κατά γενική άποψη μη λειτουργικού» Σχεδίου;  Επειδή δεν θα το παραδεχτούν, να υποθέσουμε ότι η σημερινή διαπίστωση επινοήθηκε για να αιτιολογηθούν κάποιες σημερινές προτάσεις (π.χ. εκ περιτροπής); 
Στη συνέντευξη, ο Πρόεδρος επανέλαβε πως η απόρριψη προτάσεων του από τον Έρογλου είναι ουσιαστικά απόδειξη της ορθότητας τους. Και υπό μορφήν ερώτησης -με δηκτικό τρόπο- ζήτησε εξήγηση γιατί ο Έρογλου και η Τουρκία απορρίπτουν κάποιες προτάσεις του (προφανώς για το περιουσιακό ή την σταθμισμένη ψήφο). Με την ίδια λογική, έπρεπε ο ίδιος ο Πρόεδρος να είναι υπέρ της εγκατάστασης των πυραύλων S-300 αφού ο Ντενκτάς και η Τουρκία ήταν λυσσασμένα εναντίον. Όμως, ο Δ. Χριστόφιας ήταν εναντίον, τόσο που ως σήμερα – περιλαμβανομένης της συνέντευξής του - αναφέρεται με ιδιαίτερα επικριτικό τρόπο στην «πολιτική της πυραυλολογίας και της ηφαιστειολογίας» των S-300. Εφόσον όμως ήταν στην ίδια πλευρά με την Τουρκία και τον Ντενκτάς, σημαίνει ότι υπηρετούσαν τον ίδιο στόχο; Φυσικά όχι. Και δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Άλλωστε, αν η απόρριψη μιας πρότασης του Προέδρου Χριστόφια από τον Έρογλου (π.χ. σταθμισμένη ψήφος) αποτελεί απόδειξη της ορθότητας της πρότασης αυτής, τι να συμπεράνουμε για εκείνες τις προτάσεις του (π.χ. εκ περιτροπής Πρόεδρος) που έγιναν αποδεκτές από τον Έρογλου; Ότι υπηρετούν τον Έρογλου και την Τουρκία;  
Κώστας Μαυρίδης                                     mavrides@ucy.ac.cy

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

«Στρατευμένοι» Vs Πολίτες

Η συνέντευξη του Προέδρου για το Κυπριακό προκάλεσε ποικίλα σχόλια. Κατ΄αρχήν, υπάρχουν οι «στρατευμένοι» των δύο πόλων. Οι μεν πάντα συμφωνούν με τον  Πρόεδρο και στην αντίπερα όχθη, οι άλλοι διαφωνούν έντονα τώρα λόγω προεδρικών εκλογών.  Και οι δύο άλλωστε το έχουν ανάγκη για να κρατούν τον «στρατό» τους στην γραμμή.
Ο Πρόεδρος  δήλωσε ότι ο ξένος παράγοντας τον θέλει ξανά στην Προεδρία. Προφανώς, το  θεωρεί αξιοσημείωτο στοιχείο υπέρ του, χωρίς να σκεφτεί πως μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο.  Ο διεθνής παράγοντας (γενικά όπως τον αποκάλεσε) το πιθανότερο (μάλλον βέβαιο)  να επιθυμεί   εκείνον που θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του διεθνούς παράγοντα, τα οποία όμως δεν  ευθυγραμμίζονται με εκείνα του κυπριακού λαού. Αν ο διεθνής παράγοντας επιδίωκε εκείνο που ο   κυπριακός ελληνισμός επιδιώκει, η Τουρκία θα είχε σοβαρό πρόβλημα και μια αποδεκτή λύση  μπορούσε να συμφωνηθεί προ πολλού. Επειδή ο διεθνής παράγοντας επιδιώκει άλλα από εκείνα  που εμείς επιδιώκουμε, φτάσαμε ως εδώ με την κατοχή να εμπεδώνεται. Αν στον διεθνή παράγοντα που θέλει ξανά τον Πρόεδρο περιλαμβάνεται και η Αγγλία -με την οποία συνυπόγραψε Μνημόνιο Συνεργασίας-, τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Φυσικά, όπως αποδείχτηκε, υπάρχει πάντα σκαλοπάτι πιο κάτω. Εκείνος που σήμερα γυροφέρνει τα μνημόσυνα των ηρώων λόγω προεδρικών, ήταν εκείνος που μετά το δημοψήφισμα (2004) όταν η Κυπριακή Δημοκρατία χρειαζόταν στήριξη, ο ίδιος με συνοδεία επισκέφτηκαν τον Ερντογάν στην Τουρκία.  Ανήκει και η Τουρκία στο διεθνή παράγοντα του;
Ο Πρόεδρος αναφερόμενος σε συγκεκριμένες προτάσεις του, κατηγόρησε εκείνους που   διαφωνούν ότι διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Προς τούτο, επαναφέρω δύο συγκεκριμένα  θέματα. Πρώτον, έκανε αναφορά στο «Προεδρικό Συμβούλιο» (Σχ. Ανάν) το οποίο ως είπε, ήταν  κατά γενική ομολογία μη λειτουργικό. Η διαπίστωση γίνεται σήμερα (!), οκτώ χρόνια μετά την  κρίσιμη  ώρα της απόφασης. Δεν υπάρχει δήλωση του ιδίου ή της ηγεσίας του ΑΚΕΛ την τότε  κρίσιμη ώρα που να περιέχει την σημερινή διαπίστωση. Αντιθέτως, καμιά ουσιαστική ένσταση από  το ΑΚΕΛ για το θέμα. Εξού, ζητούσε διασφάλιση της εμπλοκής των Ηνωμένων Εθνών για  εφαρμογή του Σχεδίου, που αφορούσε τα θέματα μετακίνησης και περιουσιών. Εν ολίγοις, το ΑΚΕΛ   ζητούσε την εφαρμογή ενός «κατά γενική ομολογία μη-λειτουργικού» σχεδίου λύσης αφού ο  κορυφαίος μηχανισμός λήψης αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας (το αντίστοιχο του Προέδρου) δεν θα λειτουργούσε. Επειδή δεν θα το παραδεχτούν, να υποθέσουμε ότι η σημερινή διαπίστωση επινοήθηκε για να αιτιολογηθούν οι προτάσεις του Δ. Χριστόφια (π.χ. εκ περιτροπής); 
Η άλλη διαστρέβλωση κατά τον Πρόεδρο αφορά την ελεύθερη εγκατάσταση υπηκόων της Τουρκίας στην Κύπρο χωρίς περιορισμό μετά από κάποιο διάστημα. Όπως αντέταξε, προνοείται ταυτόχρονα διατήρηση της δημογραφικής αναλογίας 4 προς 1. Στο έγγραφο υπάρχει αναφορά για μη-αλλοίωση της δημογραφικής αναλογίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, χωρίς την αριθμητική αναλογία 4 προς 1, πράγμα που θα μπορούσε να εγείρει ζητήματα παρερμηνείας (π.χ. συμπερίληψη εποίκων στην Τ/κ κοινότητα). Το λεκτικό του Προέδρου είναι ανακριβές. Πολλαπλάσιο κίνδυνο όμως αποτελεί η «ξαφνική» μεταστροφή όσων το 2004 επένδυαν τα ΠΑΝΤΑ στην καλή θέληση της Τουρκίας ως περίπου … φιλανθρωπικού ιδρύματος και σήμερα δυσπιστούν για τα ΠΑΝΤΑ ενόψει προεδρικών. Και οι «στρατευμένοι» ακολουθούν.   
Ο Πρόεδρος επανέλαβε ξανά πως η απόρριψη κάποιων προτάσεων του από τον Έρογλου είναι η απόδειξη της ορθότητας τους. Με την ίδια λογική, έπρεπε ο ίδιος να είναι υπέρ της εγκατάστασης των πυραύλων S-300 αφού ο Ντενκτάς ήταν λυσσασμένα εναντίον. Όμως, ο Δ. Χριστόφιας ήταν εναντίον. Αυτό σημαίνει ότι υπηρετούσαν με τον Ντενκτάς τον ίδιο στόχο; Φυσικά όχι. Και δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Άλλωστε, αν η απόρριψη μιας πρότασης του Δ. Χριστόφια από τον Έρογλου αποτελεί απόδειξη της ορθότητας της πρότασης, τι να συμπεράνουμε για εκείνες τις προτάσεις του που έγιναν αποδεκτές από τον Έρογλου; Ότι υπηρετούν τον Έρογλου και την Τουρκία;
Κώστας Μαυρίδης                           mavrides@ucy.ac.cy

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Κατεχόμενα και Οικονομία

Αρκετές φορές επιχειρούμε να τεκμηριώσουμε ότι στο Κυπριακό πρέπει να σκεφτόμαστε προληπτικά συνυπολογίζοντας τα παράγωγα που δημιουργούνται στην διαδρομή. Μια τέτοια περίπτωση είναι το πως η οικονομία των κατεχομένων επηρεάζει το περιεχόμενο μιας αποδεκτής λύσης. Δυστυχώς, η επικρατούσα σχολή σκέψης που διαχειρίζεται το Κυπριακό υιοθετεί επιχειρήματα που αλλού δεν θα θεωρούνταν σοβαρά και θα εγκαταλείπονταν.
Πριν 3 περίπου χρόνια, παρευρέθηκα σε ενημέρωση για το κεφάλαιο της οικονομίας στις  διαπραγματεύσεις και ανταλλαγή απόψεων. Την ενημέρωση έκανε μέλος της Τεχνικής Ομάδας της Ε/κ πλευράς με προσκαλεσμένους περί τα 15 άτομα, πλείστοι γνωστοί «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» (opinion leaders) υπέρ του Σχ. Ανάν. Το κύριο μήνυμα της ενημέρωσης ήταν ότι η τουρκική πλευρά προέβαλλε πολιτικά αδιάλλακτες και επιστημονικά αστήριχτες θέσεις στην οικονομία. Στη συζήτηση που ακολούθησε, ζήτησα να εξηγηθεί κατά πόσον η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των κατεχομένων (ιδίως μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων), έφερε πιο κοντά την επίτευξη αποδεκτής λύσης. Μετά από τις αδυσώπητες διαπιστώσεις, ο ομιλητής δυσκολευόταν να παραδεχτεί ευθέως το ολοφάνερο. Δεν απάντησε καθαρά και υπέδειξε πως η άνοδος της οικονομίας των κατεχομένων μειώνει το χάσμα με τις ελεύθερες περιοχές και αυτό υποβοηθά στην επίτευξη λύσης γιατί οι Ε/κ θα υποστούν λιγότερο οικονομικό βάρος και οι Τ/κ δεν θα εγκαταλείπουν την Κύπρο. Η πλειοψηφία των παρευρισκομένων συμφωνούσε. Συγκεκριμένα, όσο περισσότερο στήριζε κάποιος το Σχ. Ανάν, τόσο περισσότερο στήριζε και την άποψη ότι η άνοδος της οικονομίας των κατεχομένων βοηθά στην εξεύρεση λύσης.
Στη συζήτηση, εξήγησα ότι η παράμετρος οικονομία πρέπει να αξιολογείται στο πλαίσιο της δυναμικής των αλληλοδιασυνδέσεων που δημιουργεί συνολικά και ιδίως στις καθοριστικές παραμέτρους του Κυπριακού έποικοι, περιουσιακό κ.ά. Μια άνοδος της οικονομίας των κατεχομένων δυνατόν να πείθει έναν Τ/κ να μείνει στην Κύπρο, αλλά δυνατόν να φέρνει δύο «εργάτες» από την Τουρκία. Μια άνοδος της οικονομίας, ριζώνει τους έποικους που έχουν σοβαρό λόγο να μείνουν μόνιμα στην Κύπρο. Ένας οικονομικός οργασμός καταλήγει σε χτίσιμο πάνω σε Ε/κ περιουσίες και δεν βοηθά αλλά δυσκολεύει. Μάλιστα, εάν ο παραβάτης «νομιμοποιείται» στις διαπραγματεύσεις με αιτιολογικό ότι αυξήθηκε σημαντικά η αξία της κατεχόμενης  περιουσίας που εκμεταλλεύεται, ο οικονομικός οργασμός εξωθεί στην «τουρκοποίηση» όλων των κατεχόμενων Ε/κ περιουσιών.
Έκτοτε, προέκυψε η «Επιτροπή» αποζημιώσεων η οποία εξαγοράζει Ε/κ περιουσίες. Με την λογική της επικρατούσας πολιτικής διαχείρισης, πρέπει εμείς να ενδυναμώνουμε την οικονομία των κατεχομένων. Μόνο που όσο πιο δυνατή είναι η οικονομία στα κατεχόμενα, τόσο πιο εύκολα τσιμεντώνει και εξαγοράζει Ε/κ περιουσίες! Μάλιστα, εάν φτωχύνουμε ενώ συγκριτικά θα βελτιώνονταν τα κατεχόμενα, θα βόλευε περισσότερο;  
Πρόσφατα (Μάρτιος 2012), η πραγματικότητα ήρθε να επιβεβαιώσει το εύλογο. Δημοσιεύματα στον Τ/κ τύπο (εφ. «Χαβαντίς» και «Κίπρις») επισημαίνουν ότι η οικονομική κρίση επηρεάζει και τους έποικους στα κατεχόμενα που κάποιοι επιλέγουν να επιστρέψουν στην Τουρκία. Όπως υποδεικνύεται, ο επαναπατρισμός (!) είναι λόγω ανεργίας, αυξημένου κόστους ζωής και στασιμότητας στον οικοδομικό τομέα, αποτελέσματα της κακής οικονομικής κατάστασης. Το φαινόμενο αγγίζει την κοινωνική δομή και φτάνει μέχρι και μειωμένο αριθμό των εκ Τουρκίας μαθητών. Καθώς αυτά συμβαίνουν στα κατεχόμενα, στις ελεύθερες περιοχές η επικρατούσα πολιτική επιμένει ότι πρέπει να στηρίζουμε οικονομικά τα κατεχόμενα.
Η οικονομία δεν θα λύσει από μόνη της το Κυπριακό. Δεν θα εξαγοράσουμε την Τουρκία, τους έποικους, ή τους Τ/κ. Αλλά εκ του αποτελέσματος, τυχόν κατάρρευση της οικονομίας των κατεχομένων λειτουργεί συνολικά υπέρ μας. Άλλωστε, έχει μείνει στην Ιστορία το παράδειγμα της εβραϊκής διασποράς η οποία  χρηματοδοτούσε την αγορά  παλαιστινιακής γης στο Ισραήλ με αποτέλεσμα να ανατρέψει την ιδιοκτησία αιώνων. Στην Κύπρο, η παρανομία μαζί με την οικονομία είναι τα κύρια προβλήματα του κατοχικού καθεστώτος. Το γιατί πρέπει να το στηρίζουμε οικονομικά και γιατί είναι πολιτικά ορθό, μόνο στην Κύπρο μπορούσε να ισχύει.
Κώστας Μαυρίδης               mavrides@ucy.ac.cy

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Μετά από Άλλα 38 Χρόνια…

Στην ανατολική Μεσόγειο υπάρχει μια ιστορική αντιπαλότητα ανάμεσα στον ελληνισμό και την Τουρκία. Και καθώς σήμερα συντελούνται «κοσμογονικές» ανατροπές με μοχλό εξελίξεων τον ενεργειακό πλούτο  –που πριν μερικά χρόνια ήταν αδιανόητες–,  αναπτύσσονται και συμμαχίες με στόχο την επικράτηση. Η «στέρεη» συμμαχία Τουρκίας-Ισραήλ  δεν υφίσταται καθώς η ρήξη βαθαίνει. Το όφελος όμως από την αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου είναι τεράστιο και ο «σεισμός» ανακατατάξεων οδηγεί το Ισραήλ σε αναζήτηση αξιόπιστων συμμάχων προς Κύπρο-Ελλάδα. Στο αθροιστικό αποτέλεσμα (όχι τελικό) της αντιπαλότητας, η  Τουρκία χάνει διπλά. Χάνει τον σύμμαχο (Ισραήλ) και ο ελληνισμός έχει τη δυνατότητα να τον κερδίσει.   
Για δεκαετίες, η Τουρκία ασκεί πολιτική πίεσης και εκφοβισμού που αποδίδει. Ο ελληνισμός, με επίκεντρο το ελλαδικό κράτος, προσαρμόζεται και η ηγεσία του «εφευρίσκει» λεχτικό για να αρνείται την χρεοκοπία της πολιτικής δεκαετιών. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα είναι το Καστελόριζο, νησί που ανήκει στην ελληνική επικράτεια και κατοικείται από μερικές χιλιάδες. Η γεωγραφική του θέση ρυθμίζει καθοριστικά την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) ανάμεσα σε Ελλάδα-Κύπρο-Αίγυπτο αλλά η ελλαδική Κυβέρνηση δεν προχωρά φοβούμενη το βάρος τουρκικών αντιδράσεων. Εντούτοις, η Τουρκία παραχώρησε πρόσφατα «άδειες» σε τουρκική εταιρεία για έρευνες στην θαλάσσια περιοχή υπερκεράζοντας το Καστελόριζο, ως εάν το νησί να ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Η πολιτική του δειλού που «προσαρμόζεται» για να αποφύγει τη σύγκρουση καταλήγει με βεβαιότητα στην επικράτηση του αντιπάλου (δηλ. της Τουρκίας) που γνωρίζει την φοβία του δειλού και την τροφοδοτεί για να τον οδηγήσει στο μηδέν. Αυτά επιβάλει ο ορθολογισμός της στρατηγικής αντιπαλότητας.
Στην ουσία, πραγματικός εχθρός δεν είναι η Τουρκία, είναι η μορφή της ηττοπάθειας που επέβαλε παράλυση χωρίς πρωτοβουλίες. Πρόκειται για μια πολιτική που «κερδίζει» υποτίθεται χρόνο, αλλά το τίμημα είναι ασύγκριτα πολλαπλάσιο και τεράστιο: μια χώρα με τεράστιο πλούτο που είναι χρεοκοπημένη. Χωρίς εθνική πολιτική, θα προκύψει με βεβαιότητα και η εδαφική συρρίκνωση . Στον πυρήνα των ανατροπών, είναι και η Κύπρος από τη στιγμή που ο ενεργειακός πλούτος έχει επιβεβαιωθεί. Και αφού η Τουρκία απέτυχε να ελέγξει την περιοχή με το Σχ. Ανάν, σήμερα ενεργεί ταυτοχρόνως διά μέσου δύο «μηχανισμών». Είτε μέσω ενός δούρειου ίππου συγκαλυμμένης δήθεν λύσης, είτε μέσω της γνωστής πολιτικής εκφοβισμού. Επομένως, παραμένοντας εκτός ενεργειακού παιγνιδιού, δεν αγοράζουμε ούτε καν την προσωρινή μας ησυχία. Είτε η Κύπρος το θέλει είτε όχι, η Τουρκία θα επιδιώξει την υποταγή της περιοχής στο άρμα της γιατί ο πλούτος είναι μεγάλος. Μόνο η πλήρης μεγιστοποίηση της δράσης μας επενεργεί απωθητικά στην Τουρκία. Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ μπορούμε να βρεθούμε στον ίδιο άξονα. Αυτό που όντως φοβάται η Τουρκία.
Με βάση τα πιο πάνω, κυρίαρχη στρατηγική μας έπρεπε να ήταν η ενδυνάμωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με πλήρη αξιοποίηση Ε.Ε. και φυσικού αερίου μέσα από συμμαχίες στην περιοχή και εμπλοκή άλλων μεγάλων και με ταυτόχρονη εναλλακτική στρατηγική επιδίωξη για λύση στις διαπραγματεύσεις. Πέρασαν 38 χρόνια κατοχής. Η Κυπριακή ηγεσία επιμένει στη μοναδική επιλογή των διαπραγματεύσεων, με τρόπο που με τους χειρισμούς της αποενοχοποιείται η επιδρομική Τουρκία και αλλοιώνεται η ουσία του προβλήματος με χαντάκωμα των πάγιων θέσεων μας. Φυσικά, μακάρι να υπήρχε στρατηγική ενδυνάμωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και ας μην το «διαφήμιζε» κανένας. Οι πράξεις όμως δείχνουν πολιτική αποδόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αναφέρω ενδεικτικά την πολιτική προς τους Τ/κ (π.χ. διέρχονται στις ελεύθερες περιοχές με «ταυτότητες» του κατοχικού καθεστώτος), τους έποικους, την «Επιτροπή» αποζημιώσεων κ.ά. Πέρασαν 38 χρόνια κατοχής. Η επικρατούσα σχολή σκέψης που διαχειρίζεται το Κυπριακό (εντός Προεδρικού και εκτός καθώς αυτοαξιολογήθηκε ικανός για Πρόεδρος) έχουν τα ίδια μυαλά. Σε άλλα 38 χρόνια από σήμερα, τα πολιτικά γονίδια τους θα αναμασούν τα ίδια αν υπάρχει ως τότε Κυπριακός Ελληνισμός. Τι πρέπει να γίνει ώστε να αναζητηθεί άλλη στρατηγική;
Κώστας Μαυρίδης                         mavrides@ucy.ac.cy

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Ελληνισμός και Οικονομία

Οι ευκαιρίες και οι κίνδυνοι δεν τελειώνουν ποτέ. Έθνη όμως με ηγεσία που ενεργεί με διορατικότητα, αξιοποιούν με πρωτοβουλίες τους κάθε ευκαιρία. Ο Ελληνισμός με επίκεντρο το ελλαδικό κράτος ακολούθησε για δεκαετίες μια παθητική στάση έναντι της Τουρκίας. Εκ του αποτελέσματος, το σημερινό οικονομικό χάλι (με τα παράγωγά του) δεν μπορεί να είναι τυχαίο με την στρατηγική προσαρμογής στον τουρκικό μπαμπούλα. Ωστόσο,  εκείνο που δεν «έβλεπε» η ηγεσία λόγω τουρκικού φόβου ή άλλου είδους εξάρτηση, σήμερα είναι η μοναδική διέξοδος στην σύγχρονη αδυσώπητη παγκοσμιοποίηση. Το θετικότερο που δυνητικά μπορεί να συμβεί από την οικονομική εξαθλίωση , είναι να γίνει αντιληπτή η ιστορικότητα της συγκυρίας, πράγμα που προϋποθέτει την αποβολή των συνδρόμων του παρελθόντος. Και εφόσον η μη αποπληρωμή του ελληνικού χρέους, θα καταλήξει σε ξεπούλημα πολλαπλάσιας αξίας ορυκτού πλούτου της Ελλάδας (ενεργειακού και άλλου) στους δανειστές της, η αξιοποίηση του ελληνικού πλούτου από την Ελλάδα καθίσταται αναπόφευκτη και μοναδική επιλογή με ελπιδοφόρα προοπτική.  Είτε λοιπόν προχωρούμε μπροστά  σε συγκεκριμένα βήματα, είτε ξεπούλημα και αφανισμός.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης τους όρους της οποίας δεν διαμορφώνουμε, πείστηκε ο  ελληνισμός ότι είναι φύσει αδύνατος οικονομικά. Στην  εποχή μας όμως είναι που η ενέργεια (π.χ. πετρέλαιο και φυσικό αέριο) αποτελεί κυρίαρχη πηγή δύναμης. Η Ελλάδα διαθέτει δυνητικά την δεύτερη μεγαλύτερη ΑΟΖ της Μεσογείου με βάση το αδιαμφισβήτητο Δίκαιο της Θάλασσας. Το πόσο δυνατός ή αδύνατος είναι κάποιος, είναι πλέον σχετικό αφού εξαρτάται από τις ενέργειές του. Μια ηγεσία που «αρνείται» να το αντιληφθεί, μόνο ο λαός της το επιβάλει. Στην Κύπρο, ο λαός απέρριψε το 2004 την συνομωσία στο Σχ. Ανάν για το φυσικό αέριο. Όταν δε τότε πρωτοστατήσαμε στην ενημέρωση του λαού, οι σημερινοί ηγέτες -που αυτοαξιολογούνται ικανοί για Πρόεδροι Δημοκρατίας- επέλεξαν τότε την …  σιωπή.  Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ - ίσως και Αίγυπτος- μπορούμε να βρεθούμε στον ίδιο άξονα στην περιοχή μας. Αυτό που φοβάται η Τουρκία.

Για να έχουν οι οικονομικές θυσίες αντίκρισμα, η μοναδική προοπτική βρίσκεται στην οικονομία που δίνει διέξοδο στην πολιτική. Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση δεν έχει εκλεγεί για να απολαμβάνει της λαϊκής υποστήριξης αλλά αποφασίζει σε θέματα πρωτοφανούς σημασίας και δεσμεύει τις επόμενες γενιές για δεκαετίες χωρίς την απαιτούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση. Η ανανέωση της λαϊκής εντολής επιβάλλεται για να αποπυροδοτηθεί η κατάσταση, να φύγουν οι υπεύθυνοι και πρωτίστως  να επαναπροσανατολιστεί η πορεία. Ενδεικτικό της χρεοκοπημένης πολιτικής είναι που η Ελλάδα φοβάται να ρυθμίσει την ΑΟΖ της με Κύπρο λόγω  τουρκικών αντιδράσεων για το Καστελλόριζο, αλλά η Τουρκία «έδωσε» άδεια σε τουρκική εταιρεία για έρευνες σε περιοχές υπερκερώντας το Καστελλόριζο ως εάν να μην υπάρχει. Μόνο που υπάρχει, κατοικείται και ανήκει στην ελληνική επικράτεια.

Το κοινό όραμα και το συμφέρον υπάρχει για να σωθούμε μόνοι μας εφόσον το παλαίψουμε. Η απάντηση βρίσκεται στην ενέργεια και το φυσικό αέριο με δραστηριοποίηση μεγάλων παιχτών (Ρωσίας, Γαλλίας) και θεμελίωση του άξονα Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ: Η Ελλάδα παρέχει συμπληρωματική προστασία και ασφάλεια και λαμβάνει αντισταθμιστικά ποσοστά από την αξιοποίηση του πλούτου, πάντα με το Ισραήλ πολλαπλασιαστή της ισχύος. Ταυτόχρονα, προχωρά  η ρύθμιση της ΑΟΖ ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο.  Για να έχει ο Ελληνισμός ιστορική συνέχεια, πρέπει να επιβιώσει στην πραγματικότητα της εποχής μας. Πρέπει να αναλάβει ρίσκο. Η συνέχιση της προσαρμογής στον τουρκικό μπαμπούλα οδηγεί με βεβαιότητα στην οικονομική συντριβή με περιθωριοποίηση του ελληνισμού ακόμη και εδαφικά. Η ΑΟΖ υπάρχει και παρέχει την προοπτική για ανόρθωση. Μόνο που η ανόρθωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις επιλογές του ελληνισμού, κυρίως της ελλαδικής ηγεσίας και κοινωνίας τώρα.  
Κώστας Μαυρίδης                         mavrides@ucy.ac.cy