Όποιος αναμένει να έχει μέσω τέτοιου άρθρου
μια στοιχειώδη έστω συνολική σύγκριση για το πως διαχειρίστηκε την κρίση η
Ισλανδία σε σχέση με άλλες χώρες (π.χ. Ιρλανδία, Ελλάδα, Κύπρος), θα
απογοητευτεί. Αυτό θα έπρεπε να είναι το επίκεντρο πολλών συνεδρίων, συζητήσεων
και μελετών εδώ και καιρό. Και είναι ομολογουμένως παράξενο που σημαντικοί
πόροι στρέφονται σε μελέτες, έρευνες και συνέδρια θεωρητικού ενδιαφέροντος ή σε
θέματα υποδεέστερης σημασίας μπροστά στα αδυσώπητα διλήμματα ενώπιόν μας.
Ότι η Ισλανδία επέλεξε διαφορετική πολιτική
από τις άλλες περιπτώσεις ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μετά από φοβερές
αρνητικές συνέπειες που ξεκίνησαν το 2008, μέχρι και το 2010 που η χώρα βρισκόταν σε πολιτικο-οικονομική
αβεβαιότητα και ύφεση, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος η κατάσταση αξιολογείται
θετική. Σήμερα, το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν είναι σχεδόν όσο και
της Γερμανίας. Η οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί ψηλότερα από τον μέσο όρο
των ανεπτυγμένων χωρών. Και το δημόσιο χρέος
είναι κάτω από το 100% του ΑΕΠ (απόλυτα βιώσιμο υπό τις περιστάσεις). Παρεμπιπτόντως,
ένας αριθμός δεκάδων εμπλεκομένων
(πολιτειακών αξιωματούχων και τραπεζιτών) οδηγήθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης.
Όμως, σημειώνεται εξαρχής πως δεν υπάρχουν
δύο περιπτώσεις χωρών ακριβώς ίδιες. Ωστόσο, υπάρχουν ομοιότητες και εμπειρικά
μαθήματα που μπορεί να εξαχθούν. Αυτό προϋποθέτει επιστημονική αφοσίωση που
αντί να επικρατήσει, προφανώς υποχώρησε μπροστά στις πολιτικές σκοπιμότητες. Είναι
ακατανόητο που ως σήμερα η όποια συζήτηση και προβληματισμός περιορίζεται
κυρίως σε κάποια ΜΜΕ ή σε θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο. Ο προσδιορισμός «θεωρητικό
επίπεδο» ή «ιδεολογικό επίπεδο» στην περίπτωση αυτή έχει ουσιαστικά το ίδιο
περιεχόμενο, απλά το πρώτο αναφέρεται στην μια πλευρά του ιδεολογικού φάσματος
και το δεύτερο στην άλλη. Η μεν αριστερά βασίζεται σε «ιδεολογικές προσεγγίσεις»
και η δεξιά σε «οικονομικές θεωρίες»,
που πολλές φορές καταλήγουν να είναι δογματισμοί, είτε χειρότερα, υπεκφυγές για
συγκάλυψη πολιτικών σκοπιμοτήτων. Μια επικέντρωση στη μελέτη και αξιολόγηση των
διαφορών και ομοιοτήτων στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει σκοπό την ανάδειξη της
βέλτιστης πολιτικής για την Κύπρο με γνώμονα το δημόσιο/κοινωνικό συμφέρον.
Αυτό έπρεπε να ήταν ήδη στο επίκεντρο.
Υπάρχουν σοβαρές διαφορές ανάμεσα στις χώρες
της ευρωζώνης και στην Ισλανδία. Διαφορές που δεν είναι θεωρητικές αλλά
ουσιαστικές. Η Ισλανδία ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, αλλά
δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης, ούτε καν της Ε.Ε. Αν ήταν, πολύ πιο δύσκολα θα
μπορούσε να αμυνθεί. Αυτό όμως δεν αρκεί ως αιτιολογικό για να παρακάμπτεται η
εμπειρία της. Ούτε σημαίνει πως οι όποιες διαφορές, αποκλείουν εκ των προτέρων
την άντληση μαθημάτων για την περίπτωσή μας. Η εκ των προτέρων θέση που
επικρατεί τώρα (που κανένας δεν αποδέχεται δημόσια αλλά στην πράξη
ακολουθείται) είναι δογματισμός. Δεν είναι επιστήμη. Και είδαμε περιπτώσεις
όπου δυστυχώς στην Κύπρο, η επιστημονική ιδιότητα παρέχει μεν δημόσιο ρόλο στα
ΜΜΕ, αλλά αντί να λειτουργεί με υπευθυνότητα, μπορεί να λειτουργεί και αποσταθεροποιητικά
βάζοντας φωτιά εκεί που δεν υπάρχει πρόβλημα όπως στο λεγόμενο «κούρεμα
καταθέσεων». Και μετά τρέχουμε εκ των υστέρων, να σβήσουμε τη φωτιά…
Δείγμα
της πολυπλοκότητας είναι και το εξής. Το δικαίωμα χρεοκοπίας ενός κράτους είναι
επιλογή όπου το κράτος αρνείται να πληρώσει τις οφειλές προς τους δανειστές του.
Νομικές επιπτώσεις δεν υπάρχουν, αλλά ως επιλογή αυτό δημιουργεί σοβαρές
αρνητικές οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις που πρέπει να συνυπολογιστούν
στην διαμόρφωση πολιτικής με κριτήριο το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον μιας
χώρας. Προφανώς, από αυτό το σημείο ξεκινά το πρόβλημα: Τι συνιστά δημόσιο
συμφέρον για τον καθένα που διαμορφώνει πολιτική; Υπάρχουν περιστάσεις όπου το
κοινωνικό συμφέρον δυνατόν να ευθυγραμμίζεται με το τραπεζικό συμφέρον (π.χ. η
αξιοπιστία και σταθερότητα των καταθέσεων σήμερα), αλλά το κοινωνικό συμφέρον
δεν εξυπακούεται ότι ταυτίζεται με το συμφέρον των τραπεζών (και των τραπεζιτών)
και των εξαρτημένων τους.