Η πρόσφατη συνέντευξη του Προέδρου προκάλεσε ποικίλα επικριτικά σχόλια, αλλά σε δύο τουλάχιστον σημεία είχε δίκαιο. Πρώτον, η αναφορά του για εκείνους που «έξι χρόνια μετά, θυμήθηκαν τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου» ήταν ορθή. Και διδαχτική. Όπως σημείωσε, «τότε την επέκριναν και την υποβάθμιζαν». Ήταν τότε που τα πέντε μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας/ΟΗΕ καλούσαν την τουρκική πλευρά να δεχθεί την εφαρμογή της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου του 2006. Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να αντιληφθεί κάποιος εκείνον από τον ΔΗΣΥ που εκμηδένιζε την αξία της Συμφωνίας και δήλωνε ότι «δεν επιθυμεί να γίνει συνεργός σε μια φιλοσοφία της σε βάθος χρόνου παραπομπής του Κυπριακού και συνεπώς τη σταδιακή και εκ των πραγμάτων αποδοχή των τετελεσμένων». Είναι ο ίδιος που σήμερα, έξι χρόνια μετά, δηλώνει πίστη στη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου και έτοιμος να καταρτίσει πρόγραμμα διακυβέρνησης για την εφαρμογή της φτάνει να ψηφιστεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Όλα αυτά σήμερα, όταν πλέον κατά την κυπριακήν διάλεκτο, το πουλλίν επέτασεν… Μακάρι να υπήρχε τρόπος να φανεί ποιοι εντός ΔΗΣΥ ακολουθούν επειδή είναι «στρατευμένοι» και ποιοι τολμηροί δεν ακολουθούν αλλά αντιδρούν ή σιωπούν. Και μακάρι να μπορούσε να φανούν όσοι –είτε εντός είτε εκτός ΔΗΣΥ– ακολουθούν με την προσδοκία της αντιπαροχής.
Ένα δεύτερο σημείο της συνέντευξης του Προέδρου που δεν έλαβε την δέουσα προσοχή ήταν η αναφορά του στο λεγόμενο Προεδρικό Συμβούλιο του Σχ. Ανάν για το οποίο δήλωσε πως «βασική μας επιδίωξη ήταν να επιτύχουμε αντικατάσταση του πολιτεύματος του Προεδρικού Συμβουλίου με ένα προεδρικό πολίτευμα». Όπως είπε, «το Προεδρικό Συμβούλιο [στο Σχ. Ανάν], εάν εφαρμοζόταν, θα ήταν κατά κοινή άποψη μη λειτουργικό». Και συνέχισε εξηγώντας ότι «ο κόσμος δεν θα γνώριζε ποιος θα ήταν ο Πρόεδρος…». Και αυτή η διαπίστωση είναι σωστή. Μόνο που γίνεται σήμερα (!), οκτώ χρόνια μετά την κρίσιμη ώρα της απόφασης το 2004. Και δεν υπάρχει δήλωση του ιδίου ή της ηγεσίας του ΑΚΕΛ στην τότε κρίσιμη περίοδο που να περιέχει την διαπίστωση αυτή και να καταγράφει την εναντίωση για το θέμα αυτό. Αντιθέτως, εκείνο που ουσιαστικά ζητούσε ήταν την διασφάλιση της εμπλοκής των Ηνωμένων Εθνών για εφαρμογή του Σχεδίου στα θέματα μετακίνησης και περιουσιών. Οκτώ χρόνια όμως μετά το δημοψήφισμα, γίνεται παραδεχτό ότι ζητούσαν την εφαρμογή ενός «ανεφάρμοστου» ή «κατά γενική άποψη μη λειτουργικού» Σχεδίου; Επειδή δεν θα το παραδεχτούν, να υποθέσουμε ότι η σημερινή διαπίστωση επινοήθηκε για να αιτιολογηθούν κάποιες σημερινές προτάσεις (π.χ. εκ περιτροπής);
Στη συνέντευξη, ο Πρόεδρος επανέλαβε πως η απόρριψη προτάσεων του από τον Έρογλου είναι ουσιαστικά απόδειξη της ορθότητας τους. Και υπό μορφήν ερώτησης -με δηκτικό τρόπο- ζήτησε εξήγηση γιατί ο Έρογλου και η Τουρκία απορρίπτουν κάποιες προτάσεις του (προφανώς για το περιουσιακό ή την σταθμισμένη ψήφο). Με την ίδια λογική, έπρεπε ο ίδιος ο Πρόεδρος να είναι υπέρ της εγκατάστασης των πυραύλων S-300 αφού ο Ντενκτάς και η Τουρκία ήταν λυσσασμένα εναντίον. Όμως, ο Δ. Χριστόφιας ήταν εναντίον, τόσο που ως σήμερα – περιλαμβανομένης της συνέντευξής του - αναφέρεται με ιδιαίτερα επικριτικό τρόπο στην «πολιτική της πυραυλολογίας και της ηφαιστειολογίας» των S-300. Εφόσον όμως ήταν στην ίδια πλευρά με την Τουρκία και τον Ντενκτάς, σημαίνει ότι υπηρετούσαν τον ίδιο στόχο; Φυσικά όχι. Και δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Άλλωστε, αν η απόρριψη μιας πρότασης του Προέδρου Χριστόφια από τον Έρογλου (π.χ. σταθμισμένη ψήφος) αποτελεί απόδειξη της ορθότητας της πρότασης αυτής, τι να συμπεράνουμε για εκείνες τις προτάσεις του (π.χ. εκ περιτροπής Πρόεδρος) που έγιναν αποδεκτές από τον Έρογλου; Ότι υπηρετούν τον Έρογλου και την Τουρκία;
Κώστας Μαυρίδης mavrides@ucy.ac.cy