Το βαθιά εμπεδωμένο διπολικό πολιτικό
παιγνίδι στην Κύπρο (είτε δεξιά είτε αριστερά) απαιτεί από τον καθένα να
επιλέξει το ένα ή το άλλο, αφού «αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι με τους άλλους». Ήδη,
ένα πλειοψηφικό ποσοστό της κοινωνίας αυτοπροσδιορίζεται με βάση την αντίθεσή
του προς το άλλο (π.χ. εναντίον Χριστόφια ή εναντίον Αναστασιάδη;), χωρίς διαμόρφωση
δικής του αυτόβουλης θέσης ή επιλογής.
Οι δύο συμπληγάδες με τους μηχανισμούς τους δεν ανέχονται όποιον θέλει να αυτοπροσδιοριστεί
(στο ενδιάμεσο) και επιδιώκουν να τον συντρίψουν. Και ενόψει προεδρικών για
παράδειγμα, μια άποψη που δεν υπηρετεί την επιδίωξη Ν. Αναστασιάδη να γίνει
Πρόεδρος, ενεργοποιεί διάφορους που με «φιλικές» και άλλοτε αυστηρές υποδείξεις
επιδιώκουν την ευθυγράμμιση π.χ. «αφού θα είναι Πρόεδρος γιατί να μην είμαστε
μαζί του», «αύριο που θα τον χρειαστείς, τι θα κάνεις;». Έτσι διαχωρίζεται για
δεκαετίες στα δύο η κοινωνία μας, από συντεχνίες μέχρι ομάδες ποδοσφαίρου, από λογοτεχνικούς
συνδέσμους μέχρι νεολαίες φοιτητών και ακαδημαϊκούς. Σήμερα, ενώπιον μας έχουμε
έναν νέο διαχωρισμό. Ποιος φταίει για τα οικονομικά μας χάλια: η Κυβέρνηση ή ο
τραπεζικός τομέας;
Πέραν από τον εξωγενή παράγοντα,
από την αρχή φάνηκε πως οι πηγές προβλημάτων ήταν ο τραπεζικός τομέας και τα
δημόσια οικονομικά. Αυτό υποδείκνυαν οι εκθέσεις διεθνών οίκων αξιολόγησης που με
βάση επιστημονικό αιτιολογικό προχωρούσαν στην υποβάθμιση της κυπριακής
οικονομίας. Εντούτοις, στο εγχώριο πολιτικό προσκήνιο επικράτησαν σκοπιμότητες
που ενόψει προεδρικών, βρίσκονται σε έξαρση.
Η ευθύνη της Κυβέρνησης για τα δημόσια
οικονομικά ως αποτέλεσμα επιλογών της και λόγω της μετέπειτα απραξίας και
ανικανότητας που επιδείχθηκε είναι δεδομένη. Αυτό παρουσιάστηκε έντονα στα ΜΜΕ και
επικράτησε ως συντριπτική άποψη της κοινής γνώμης. Η τραπεζική τρύπα και η
ενδεχόμενη εποπτική ευθύνη (που μπορεί μεν να λειτουργεί ως επικοινωνιακή διέξοδος
για την Κυβέρνηση) υπήρξαν κατ΄επιλογήν
ανύπαρκτα για τον περίγυρο του Ν. Αναστασιάδη. Ταυτοχρόνως, η
τεκμηριωμένη επιστημονική ανάδειξη των κυβερνητικών ευθυνών, χαρακτηριζόταν από
τους αρμόδιους ως «υπόσκαψη του κυβερνητικού έργου». Στον αντίποδα, πολιτικοί
σε συμμαχία με διοικήσεις τραπεζών και τεχνοκράτες με ευθύνη την εποπτεία τους,
χαρακτήριζαν την ανάδειξη της τραπεζικής τρύπας και των συνεπαγόμενων ευθυνών, ως
«υπόσκαψη του τραπεζικού τομέα». Που να χωρέσει
επιστημονική θέση σε αυτή την ζούγκλα αλληλοεξόντωσης και έξαρσης ιδιοτέλειας
και σκοπιμοτήτων;
Συνοπτικά, καταθέτουμε ότι το
τραπεζικό πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στα δισεκατομμύρια ευρώ που προκάλεσε
η τραπεζική τρύπα. Η γιγάντωση του
τραπεζικού τομέα σε σύγκριση με το μέγεθος της κυπριακής οικονομίας, συνθλίβει τις
δυνατότητες κρατικής παρέμβασης στην περίπτωση ζημιών. Και είχαμε τεράστιες
ζημιές, αποτέλεσμα κυρίως πρακτικών κερδοσκοπίας, που δημιουργούν ανάγκη για έρευνα εις βάθος. Από
την γιγάντωση του τραπεζικού τομέα -συγκριτικά με το μέγεθος της οικονομίας
μας- μετακυλύεται στο κράτος επιπρόσθετος κίνδυνος και κόστος που περιορίζει τις
αντοχές του. Αναπόφευκτα, η ανάγκη στήριξης των τραπεζών συμπαρέσυρε προς το
χειρότερο τα διαβρωμένα δημόσια οικονομικά με όλα τα αρνητικά συνεπακόλουθα.
Μια απλή επιστημονική θέση (όπως
πιο πάνω), χάθηκε μέσα στον ορυμαγδό των σκοπιμοτήτων και της ατομικής
ιδιοτέλειας. Επιπλέον, επικράτησε μια στρεβλωμένη θέση πως όταν μια τράπεζα
έχει πρόβλημα (κυρίως από ρίσκα που ανέλαβε), οι ζημιές της κρατικοποιούνται
και μεταφέρονται στον αμέτοχο φορολογούμενο. Άλλες επιλογές ούτε καν
εξετάζονται (αντικατάσταση με απόλυση διοίκησης, αναδιάρθρωση, συγχωνεύσεις,
εξαγορές, διαχείριση για ορισμένο χρονικό διάστημα κ.ά.). Όταν ο απλός πολίτης
ή μικρή επιχείρηση διαπράττει απάτη, διώκεται. Αυτό πρέπει να ισχύει και για
τις τράπεζες, ιδίως σε ένα διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο, όπως δηλώνουμε…
Μεγάλο βάρος για ανάδειξη της ουσίας πέφτει στους ώμους της επιστημονικής
κοινότητας η οποία όφειλε να θέσει την επιστήμη και την κοινωνία υπεράνω όλων.
Δυστυχώς, μια μερίδα επέλεξε την «σιωπή» ή ακόμη και την προσεγμένη προσκόλληση
σε εκείνον με τις μεγαλύτερες πιθανότητες για Πρόεδρος.